μεταμελεῖσθαι

μεταμελεῖσθαι
μεταμελέομαι
feel repentance
pres inf mp (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταψέφω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «μεταβουλεύομαι» 2. (απρμφ.) «μεταψέφειν μεταμελεῑσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ψέφω «είμαι φοβισμένος, ανήσυχος»] …   Dictionary of Greek

  • ψεφάσθαι — Α [ψέφας] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μεταμελεῑσθαι καὶ οἷον σκότος περιτιθέναι τοῑς λεγομένοις» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”